φοροδιαφυγή

φοροδιαφυγή
φοροδιαφυγή, η και φοροφυγή, η
έντεχνη απόκρυψη (ολική ή μερική) στοιχείων που φορολογούνται, με σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοροδιαφυγή — η, Ν [φοροδιαφεύγω] (οικον.) απάτη που γίνεται από τον φορολογούμενο απέναντι στις φορολογικές αρχές και η οποία μπορεί να προκληθεί είτε με απλή απόκρυψη εισοδήματος είτε με τεχνάσματα λίγο πολύ εξεζητημένα, από ψεύτικα τιμολόγια και βιβλία έως… …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… …   Dictionary of Greek

  • παραοικονομία — η 1. η ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας ή η άσκηση οποιασδήποτε άλλης οικονομικής δραστηριότητας χωρίς νομιμότητα, με σκοπό τη φοροδιαφυγή 2. (κατά ευρύτερη σημ.) το σύνολο τών μη μετρούμενων οικονομικών δραστηριοτήτων, δηλαδή τόσο τών… …   Dictionary of Greek

  • φοροδιαφεύγω — Ν διενεργώ φοροδιαφυγή …   Dictionary of Greek

  • φοροκλοπή — η, Ν φοροδιαφυγή …   Dictionary of Greek

  • φοροφυγή — η, Ν φοροδιαφυγή …   Dictionary of Greek

  • Αλ Καπόνε — (Al Capone, Νάπολη, Ιταλία 1899 – Μαϊάμι, ΗΠΑ 1947). Ιταλοαμερικανός γκάνγκστερ, που ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο σημαδεμένος (scarface). Γεννήθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας, απ’ όπου έφυγε το 1918 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Το 1920 πήγε… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”